- λυκίους
- Λύκιοιthe Lyciansmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λυκίους — Λύκιοι the Lycians masc acc pl Λύκιος the Lycians masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σόλυμοι — Αρχαίος πολεμικός λαός της Λυκίας, που κατοικούσε στα Σόλυμα όρη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Όμηρου ο λαός αυτός ήταν εχθρικός προς τους Λύκιους, με τους οποίους ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση. Κάποτε ο βασιλιάς της Λυκίας Προίτος έστειλε εναντίον … Dictionary of Greek
μετακιάθω — (Α) (μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.) 2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.) 3. πηγαίνω σε επίσκεψη 4. μεταβαίνω για… … Dictionary of Greek
αιέν αριστεύειν — Ομηρική έκφραση που εκφράζει τη βαθιά ριζωμένη, φυλετική επιθυμία των ανθρώπων της ομηρικής εποχής, για απόλυτη προσωπική διάκριση και υπεροχή. Σημαίνει να είναι κανείς πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος. Τη συμβουλή«αιέν αριστεύειν και υπείροχον… … Dictionary of Greek
Λυκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν μεταξύ των σημερινών κόλπων Φετιχιέ και Αντάλια, ενώ συνόρευε με τη Φρυγία και την Καρία. Η περιοχή ήταν ορεινή, κυρίως στο βόρειο τμήμα της (όρη των Σολύμων –σημερινό Ακ… … Dictionary of Greek